MPEG-1 Audio Layer 3

Το πρότυπο MPEG-1 (Moving Pictures Expert Group Phase 1) αναπτύχθηκε το 1988, για αρχεία ήχου και βίντεο, βασισμένο στη φιλοσοφία του απωλεστικού αλγόριθμου συμπίεσης αρχείων εικόντας JPEG. Πιο απλά, όπως και το JPEG απορρίπτει σημεία και λεπτομέρειες μίας εικόνας που δεν γίνονται αντιληπτές στο ανθρώπινο μάτι, έτσι και το πρότυπο MPEG-1 αφαιρεί από το αρχείο τμήματα ή περιοχές του ηχητικού φάσματος μη αντιληπτές από το αυτί. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιεί ψυχοακουστικά μοντέλα και επιτυγχάνει θεαματική μείωση του μεγέθους του ψηφιακού αρχείου, χωρίς σημαντικές αλλοιώσεις στην ποιότητά του.

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα το Επίπεδο 3 (Layer 3), από όπου προκύπτει το ΜΡ3, πρόκειται για μία περαιτέρω εξέλιξη του Layer 2 (MP2) με το οποίο και αναπτύχθηκαν παράλληλα, ως αλγόριθμοι συμπίεσης MPEG-1, έως το 1992 κι επιτυγχάνει παρόμοια αποτελέσματα με μικρότερο bitrate (*) και πιο συγκεκριμένα ένα αρχείο ήχου MP3 στα 128kbit/sec έχει την ίδια περίπου ποιότητα με ένα ΜΡ2 στα 192 kbit/sec. Σε όλες τις περιπτώσεις, ως βάση σύγκρισης χρησιμοποιείται η ποιότητα ήχου CD Audio, που αντιστοιχεί σε ασυμπίεστο ψηφιακό ήχο με bitrate της τάξης των 1.411 kbit/sec.

MPMan: To πρώτο φορητό MP3 player της ιστορίας, κυκλοφόρησε το 1998. Το είδος αυτό βοήθησε στην ταχύτατη διάδοση κι επικράτηση του προτύπου mp3.

Η διάδοση του ΜΡ3 γίνεται ταχύτατη τα τέλη της δεκαετίας του ’90 λόγω της άμεσης υποστήριξης που είχε από τη βιομηχανία ψηφιακών συσκευών ήχου, ενώ απογειώνεται στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000 και λόγω των δικτύων διαμοιρασμού αρχείων peer-to-peer που γνώριζαν άνθιση εκείνο τον καιρό, με αποκορύφωμα το Napster. Ωστόσο, με τη διάδοση των πειρατικών αρχείων, η μουσική βιομηχανία στράφηκε προς άλλα μοντέλα συμπίεσης που ενσωμάτωναν DRM (Digital Rights Management, Διαχείριση Ψηφιακών Δικαιωμάτων), όπως για παράδειγμα το ACC που χρησιμοποιούν τα itunes. Σε καμία περίπτωση όμως δεν απειλήθηκε η πρωτοκαθεδρία του ΜΡ3, στο οποίο ούτως ή άλλως βασίζονται και οι υπόλοιπες μέθοδοι συμπίεσης ψηφιακής μουσικής. Με τα σημερινά δεδομένα, το ΜΡ3 παραμένει ένας άκρως ικανοποιητικός αλγόριθμος συμπίεσης, με τα προβλήματά του στην απόδοση της ποιότητας σε σχέση με τον πιο σύγχρονο ανταγωνισμό του, να γίνονται διακριτά στα πολύ χαμηλά bitrates (π.χ. 32 kbit/sec).

(*) Bit rate (ρυθμός bit): ο αριθμός των bits που μεταφέρονται στη μονάδα του χρόνου. Ο ρυθμός bit (bit rate) είναι κυμαινόμενος για τα αρχεία MP3. Ο γενικός κανόνας είναι ότι όσο μεγαλύτερο ρυθμό Bit έχει ένα αρχείο τόσο περισσότερη πληροφορία περιλαμβάνεται από τον αρχικό ήχο, και έτσι είναι ποιοτικότερο το αποτέλεσμα κατά την αναπαραγωγή. Στις πρώτες μέρες της κωδικοποίησης των MP3 χρησιμοποιούνταν σταθερός ρυθμός bit για όλο το αρχείο. Οι διαθέσιμοι ρυθμοί Bit για το MPEG-1 επιπέδου 3 είναι 32, 40 , 48, 56, 64, 80, 96, 112, 128, 160, 192, 224, 256 και 320 kbit/s (πηγή: Wikipedia)